Διορίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atamak, vekil atamak, depute
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, διορίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- διορία στα τούρκικα - vade, kavram, son teslim tarihi, tarihi, tarihi İhale Tarihi, son, son tarih
- διορίζομαι στα τούρκικα - döşenmiş, Göreve başlama, Göreve, Göreve başlama Görevden, Görevden
- διορατικός στα τούρκικα - zeki, kavrama yeteneği yüksek, kavrama yeteneği, yeteneği yüksek
- διορατικότητα στα τούρκικα - kavrama, Insight, içgörü, fikir, anlayış
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: atamak, vekil atamak, depute
Μεταφράσεις: atamak, vekil atamak, depute