Διορίζω στα κροατικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predložiti, postaviti, imenovati, odrediti, naznačiti, pripisati, namijeniti, dodijeliti, naimenovati, dati, opremiti, opunomoćiti, delegirati, député
Διορίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, διορίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα κροατικά - nazvati, označiti, trajanje, pojam, granica, rok, roka, ...
  • διορίζομαι στα κροατικά - uložiti, odjenuti, postavljen, imenovan, imenovana, imenovan je, imenovao
  • διορατικός στα κροατικά - pronicljiv, bistar, vispren, oštrouman, dalekovidniji
  • διορατικότητα στα κροατικά - pronicljivost, oštrina, uvid, uvida, spoznaja, uvidom, insight
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: predložiti, postaviti, imenovati, odrediti, naznačiti, pripisati, namijeniti, dodijeliti, naimenovati, dati, opremiti, opunomoćiti, delegirati, député