Διορίζω στα δανικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Depute
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας δανικά, διορίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- διορία στα δανικά - udtryk, deadline, frist, fristen, tidsfrist
- διορίζομαι στα δανικά - Udnævnt, Udpeget, udpegede, Udnævnes, Indtrådt
- διορατικός στα δανικά - klarsynet, skarpsindig, skarpsindige
- διορατικότητα στα δανικά - indsigt, indblik, viden, indsigt i
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Depute
Μεταφράσεις: Depute