Διορίζω στα σουηδικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
utnämna, anslå, Depute
Διορίζω στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας σουηδικά, διορίζω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα σουηδικά - term, termin, deadline, tidsfrist, tidsfristen, tidsgräns, fristen
  • διορίζομαι στα σουηδικά - investera, Utsedd, Utnämnd, Invald, utsåg, Förordnad
  • διορατικός στα σουηδικά - klarsynt, skarpsynt, klarsynta, genomskådare, och genomskådare
  • διορατικότητα στα σουηδικά - insikt, inblick, insyn, insikter, insikten
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: utnämna, anslå, Depute