Διορίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aponte, atribua, designar, barulhento, deputar, Depute, delegar
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορίζω
διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διορίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διορία στα πορτογαλικά - vocábulo, expressão, termo, tergiversar, prazo de entrega, prazo, prazo de, ...
- διορίζομαι στα πορτογαλικά - inverter, ungir, investir, nomeado, Designado, Apontado, nomeados, ...
- διορατικός στα πορτογαλικά - perspicaz, perspicazes, perspicacious, perspicácia
- διορατικότητα στα πορτογαλικά - introspecção, perspicácia, discernimento, visão, percepção
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aponte, atribua, designar, barulhento, deputar, Depute, delegar
Μεταφράσεις: aponte, atribua, designar, barulhento, deputar, Depute, delegar