Διορίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benoemen, aanstellen, betekenen, dagen, deputeren, afvaardigen, depute
Διορίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διορίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα ολλανδικά - uitdrukking, term, vakterm, deadline, termijn, uiterste datum, uiterste termijn, ...
  • διορίζομαι στα ολλανδικά - beleggen, investeren, inhuldigen, benoemd, benoemde, aangesteld, benoemd tot, ...
  • διορατικός στα ολλανδικά - scherpzinnig, scherpzinnige, perspicacious, scherpzinniger, scherpzinnig man
  • διορατικότητα στα ολλανδικά - inzicht, inzicht te, inzichten, zicht
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: benoemen, aanstellen, betekenen, dagen, deputeren, afvaardigen, depute