Διορίζω στα νορβηγικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nominere, utnevne, depute
Διορίζω στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, διορίζω στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα νορβηγικά - periode, semester, termin, frist, fristen, deadline, tidsfrist
  • διορίζομαι στα νορβηγικά - investere, utnevnt, oppnevnt, innredede, Appointed, utpekt
  • διορατικός στα νορβηγικά - perspicacious, seende, klartseende, klarsynt, synt
  • διορατικότητα στα νορβηγικά - innsikt, innblikk, innsikten, innsyn, kunnskap
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: nominere, utnevne, depute