Επικουρικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна
Επικουρικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, επικουρικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα βουλγαρικά - общуват, комуникира, комуникират, съобщават, съобщава
  • επικουρία στα βουλγαρικά - помагам, помощ, съдействие, подпомагане, помощта
  • επικράτηση στα βουλγαρικά - преобладаване, разпространението, разпространение, разпространението на, разпространение на
  • επικρίνω στα βουλγαρικά - критикувам, критикуват, критикува, критикуваме, критика
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна