Επικουρικός στα τούρκικα

Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu
Επικουρικός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, επικουρικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • επικοινωνώ στα τούρκικα - iletişim kurmak, iletişim, iletişime, iletişim kurma, haberleşmek
  • επικουρία στα τούρκικα - yardam, dikkat, endişe, yardım, yardımı, destek, hizmetleri, ...
  • επικράτηση στα τούρκικα - yaygınlık, prevalansı, prevalans, yaygınlığı, sıklığı
  • επικρίνω στα τούρκικα - ayıplama, eleştirmek, eleştirmeye, eleştiren, eleştiri, eleştirme
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu