Επικουρικός στα ουγγρικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leányvállalat, leányvállalata, kiegészítő, leányvállalatot, leányvállalatának
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, επικουρικός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα ουγγρικά - közöl, kommunikálni, közli, kommunikálnak, kommunikál
- επικουρία στα ουγγρικά - segítség, támogatás, segítségnyújtás, támogatást, segítséget
- επικράτηση στα ουγγρικά - prevalenciája, előfordulása, prevalencia, előfordulási, előfordulás
- επικρίνω στα ουγγρικά - kritizál, kritizálni, kritizálják, kifogásolják, bírálják
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: leányvállalat, leányvállalata, kiegészítő, leányvállalatot, leányvállalatának
Μεταφράσεις: leányvállalat, leányvállalata, kiegészítő, leányvállalatot, leányvállalatának