Επικουρικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstra, datterselskap, datterselskapet, datter
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, επικουρικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα νορβηγικά - kommunisere, kommuniserer, å kommunisere, formidle, kommunikasjon
- επικουρία στα νορβηγικά - hjelp, hjelpe, assistanse, bistand, guidede turer
- επικράτηση στα νορβηγικά - utbredelsen, prevalens, prevalensen, forekomsten, utbredelse
- επικρίνω στα νορβηγικά - kritisere, kritiserer, å kritisere, kritikk
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: ekstra, datterselskap, datterselskapet, datter
Μεταφράσεις: ekstra, datterselskap, datterselskapet, datter