Επικουρικός στα δανικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας δανικά, επικουρικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα δανικά - kommunikere, meddeler, meddele, at kommunikere, kommunikerer
- επικουρία στα δανικά - hjælpemiddel, bistand, hjælp, assistent, hjælpe, assistance, støtte
- επικράτηση στα δανικά - prævalens, forekomsten, forekomst, udbredelsen, prævalensen
- επικρίνω στα δανικά - dadle, kritisere, kritiserer, kritiseret, at kritisere, kritik
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed
Μεταφράσεις: datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed