Εριστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свадлив, свадливи, свадлива, заядлива, крамолник
Εριστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εριστικός

εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εριστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ερημικός στα βουλγαρικά - отшелник, отшелничка, самотник, саможив, саможивец
  • ερημώνω στα βουλγαρικά - обезлюдявам се, намалявам населението, намалявам населението на
  • ερμηνεία στα βουλγαρικά - речник, тълкуване, интерпретация, тълкуването, устен превод, устен
  • ερμηνεύω στα βουλγαρικά - превеждам, чета, четене, прочетете, прочети, чете
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: свадлив, свадливи, свадлива, заядлива, крамолник