Εριστικός στα πολωνικά

Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bojowy, napastliwy, wojowniczy, kłótliwy, zadziorny, quarrelsome, kłótliwi, kłótliwe
Εριστικός στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εριστικός

εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας πολωνικά, εριστικός στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ερημικός στα πολωνικά - pustelniczy, ustronny, zaciszny, odosobniony, pustelnik, samotnik, odludek, ...
  • ερημώνω στα πολωνικά - spustoszyć, niszczyć, wyludniać, dewastować, pustoszyć, zdewastować, zdruzgotany, ...
  • ερμηνεία στα πολωνικά - interpretacja, wykładnia, blichtr, blask, połysk, interpretacji, wykładni, ...
  • ερμηνεύω στα πολωνικά - zinterpretować, objaśniać, odbierać, tłumaczyć, wyjaśniać, przekładać, rozumieć, ...
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: bojowy, napastliwy, wojowniczy, kłótliwy, zadziorny, quarrelsome, kłótliwi, kłótliwe