Εριστικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кавгаџии, крамолник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εριστικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ερημικός στα σλαβομακεδονικά - осаменик, осаменикот, затвори, отшелник, саможив
- ερημώνω στα σλαβομακεδονικά - depopulate
- ερμηνεία στα σλαβομακεδονικά - толкување, интерпретација, толкувањето, интерпретацијата, превод
- ερμηνεύω στα σλαβομακεδονικά - чита, прочитајте, читаат, прочитате, прочита
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: кавгаџии, крамолник
Μεταφράσεις: кавгаџии, крамолник