Εριστικός στα ιταλικά
Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rissoso, litigioso, litigiosa, litigiosi, rissosa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας ιταλικά, εριστικός στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ερημικός στα ιταλικά - eremita, recluso, reclusa, recluse, solitario
- ερημώνω στα ιταλικά - desolare, devastare, saccheggiare, spopolare, diminuzione di popolazione, diminuzione di, spopolarsi, ...
- ερμηνεία στα ιταλικά - interpretazione, lucentezza, lustro, un'interpretazione, all'interpretazione, l'interpretazione, sull'interpretazione
- ερμηνεύω στα ιταλικά - spiegare, tradurre, interpretare, leggere, letto, lettura, leggi, ...
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rissoso, litigioso, litigiosa, litigiosi, rissosa
Μεταφράσεις: rissoso, litigioso, litigiosa, litigiosi, rissosa