Εριστικός στα δανικά
Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας δανικά, εριστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ερημικός στα δανικά - eneboer, recluse, enspænder
- ερημώνω στα δανικά - mindsket befolkning, affolke, mindsket, affolket
- ερμηνεία στα δανικά - fortolkning, tolkning, fortolkningen, fortolkes
- ερμηνεύω στα δανικά - tyde, oversætte, læse, læs, læst, at læse, læses
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome
Μεταφράσεις: stridbar, stridbare, trættekær, stridslysten, quarrelsome