Εριστικός στα σουηδικά
Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
quarrelsome, grälsjuk, grälsjuka, stridslysten, gräl
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εριστικός
εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, εριστικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ερημικός στα σουηδικά - enstöring, eremit, recluse, ensling, enstöringen
- ερημώνω στα σουηδικά - ödelägga, skövla, avfolka
- ερμηνεία στα σουηδικά - glans, tolkning, tolkningen, tolknings, tolkas, tolka
- ερμηνεύω στα σουηδικά - översätta, tyda, tolka, läsa, läs, läst, läser, ...
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: quarrelsome, grälsjuk, grälsjuka, stridslysten, gräl
Μεταφράσεις: quarrelsome, grälsjuk, grälsjuka, stridslysten, gräl