Εριστικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: εριστικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воюючий, нісенітний, безглузда, безглуздий, сварливий, нісенітна
Εριστικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εριστικός

εριστικός στα αγγλικα, εριστικός αγγλικά, εριστικός συνώνυμα, εριστικός συνώνυμο, εριστικός ιστός, εριστικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εριστικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ερημικός στα ουκρανικά - ізолюється, відлюдник, самітник, пустельник, отшельник
  • ερημώνω στα ουκρανικά - сплюндрувати, зменшуватися, плюндрувати, скорочуватися, спустошувати, зменшуватись, населення зменшилося
  • ερμηνεία στα ουκρανικά - лиск, лоск, пояснювати, переводити, перекладати, блиск, тлумачення, ...
  • ερμηνεύω στα ουκρανικά - вимагати, тлумачити, посередництва, поясніть, розтлумачити, читати, підпишіться, ...
Τυχαίες λέξεις
Εριστικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: воюючий, нісенітний, безглузда, безглуздий, сварливий, нісенітна