Εύπορος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
приток, пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εύπορος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα βουλγαρικά - умерен, умерено, умерения, умереноконтинентален
- εύπιστος στα βουλγαρικά - лековерен, наивен, лековерни, доверчив
- εύρημα στα βουλγαρικά - намирам, намерите, намери, намерят, откриете
- εύρος στα βουλγαρικά - амплитуда, обилие, широчина, ширина, ширината, ширина на, широчина на
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: приток, пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива
Μεταφράσεις: приток, пестелив, пестеливи, икономичен, пестелива