Εύπορος στα κροατικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pritoka, obilan, imućan, bogat, štedljiv, štedljivi, Thrifty
Εύπορος στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας κροατικά, εύπορος στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα κροατικά - umjeren, blag, umjerena, umjereno, umjereni, trijezni
  • εύπιστος στα κροατικά - lakovjeran, lakovjerni, lakovjerne, lakovjerna, naivni
  • εύρημα στα κροατικά - ustanoviti, pronađi, saznati, traženje, nalaz, nalaženje, pronaći, ...
  • εύρος στα κροατικά - opseg, širina, amplitude, bogatstvo, amplituda, širine, širinu, ...
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: pritoka, obilan, imućan, bogat, štedljiv, štedljivi, Thrifty