Εύπορος στα νορβηγικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rik, velstående, sparsommelig, sparsomme, Thrifty, et økonomisk
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εύπορος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα νορβηγικά - temperert, tempererte, mildt, avhold, avholdende
- εύπιστος στα νορβηγικά - godtroende, lettroende, lettlurte, naiv, lett å lure
- εύρημα στα νορβηγικά - finne, funn, finner, å finne, finne et, med å finne
- εύρος στα νορβηγικά - bredde, bredden
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: rik, velstående, sparsommelig, sparsomme, Thrifty, et økonomisk
Μεταφράσεις: rik, velstående, sparsommelig, sparsomme, Thrifty, et økonomisk