Εύπορος στα ρουμανικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afluent, bogat, gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, εύπορος στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα ρουμανικά - temperat, temperată, temperate, temperata
- εύπιστος στα ρουμανικά - credul, naiv, creduli, naivi, de credul
- εύρημα στα ρουμανικά - afla, găsi, gasi, găsiți, găsească, gasiti
- εύρος στα ρουμανικά - lățime, latime, lățimea, latimea, lățime de
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: afluent, bogat, gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit
Μεταφράσεις: afluent, bogat, gospodar, cumpătat, econom, economic, chibzuit