Εύπορος στα ιταλικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
facoltoso, ricco, benestante, parsimonioso, Thrifty, parsimoniosi, Thrifty di, parsimoniosa
Εύπορος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας ιταλικά, εύπορος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα ιταλικά - parco, moderato, temperato, temperata, temperate, mite, temperati
  • εύπιστος στα ιταλικά - ingenuo, credulone, creduloni, ingenui, gullible
  • εύρημα στα ιταλικά - scoperta, trovare, scovare, individuare, trovare a, troverete, ricerca di
  • εύρος στα ιταλικά - ampiezza, larghezza, larghezza di, la larghezza, di larghezza
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: facoltoso, ricco, benestante, parsimonioso, Thrifty, parsimoniosi, Thrifty di, parsimoniosa