Εύπορος στα ισλανδικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðugur, thrifty
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εύπορος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα ισλανδικά - hófsamur, tempraða, tempruðu
- εύπιστος στα ισλανδικά - gullible
- εύρημα στα ισλανδικά - finna, að finna, fundið, finnur, borginni
- εύρος στα ισλανδικά - breidd, yfir borðið, borðið, breiddin
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: auðugur, thrifty
Μεταφράσεις: auðugur, thrifty