Εύπορος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
riqueza, rico, haver, parcimonioso, frugal, Thrifty, econômico, poupador
Εύπορος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εύπορος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα πορτογαλικά - comedido, temperado, temperada, temperadas, temperate, clima temperado
  • εύπιστος στα πορτογαλικά - crédulo, crédulos, ingênuos, ingênuo, crédula
  • εύρημα στα πορτογαλικά - financeiro, encontrar, achar, achado, deparar, encontrará, encontra, ...
  • εύρος στα πορτογαλικά - largura, largura de, largura do, largura da, de largura
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: riqueza, rico, haver, parcimonioso, frugal, Thrifty, econômico, poupador