Εύπορος στα λιθουανικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
intakas, turtingas, taupus, ekonomiškas, taupūs, šeimininkiškas, taupi
Εύπορος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εύπορος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα λιθουανικά - vidutinis, kontrastingi, vidutinio klimato, saikingai, temperatiniai
  • εύπιστος στα λιθουανικά - patiklus, lengvatikis, lengvatikiai, Bezkrytyczny, Gullible
  • εύρημα στα λιθουανικά - rasti, atradimas, radinys, atrasti, surasti, rasite, susirasti
  • εύρος στα λιθουανικά - plotis, pločio, plotį, storis, width
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: intakas, turtingas, taupus, ekonomiškas, taupūs, šeimininkiškas, taupi