Εύπορος στα εσθονικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rikas, lisajõgi, omandimaks, veerohke, säästlik, kokkuhoidlik, säästlikult, kokkuhoidliku, heaperemehelik
Εύπορος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας εσθονικά, εύπορος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα εσθονικά - mõõdukas, parasvöötme, mõõduka, mõõdukad, mõõduka kliimaga
  • εύπιστος στα εσθονικά - kergeusklik, kergeusklikud, petetav
  • εύρημα στα εσθονικά - leid, otsustus, arvama, avastama, pidama, leidma, leida, ...
  • εύρος στα εσθονικά - laius, amplituud, ulatus, laiusega, laiuse, laiust, laiusest
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: rikas, lisajõgi, omandimaks, veerohke, säästlik, kokkuhoidlik, säästlikult, kokkuhoidliku, heaperemehelik