Εύπορος στα ουγγρικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εύπορος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα ουγγρικά - mérsékelt, mérsékelt övi, a mérsékelt, mérsékeltövi, mérsékelt égövi
- εύπιστος στα ουγγρικά - hiszékeny, hiszékenyek, naiv, a hiszékeny, becsapható
- εύρημα στα ουγγρικά - lelet, talál, találják, megtalálják, megtalálja
- εύρος στα ουγγρικά - amplitúdó, szélesség, szélessége, szélességét, szélességű, széles
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb
Μεταφράσεις: takarékos, gazdaságos, takarékosan, takarékosabb