Εύπορος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ашчадны, эканомны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εύπορος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα λευκορωσικά - ўмераны, лёгкі, слабы, умераны, ціхі
- εύπιστος στα λευκορωσικά - даверлівы
- εύρημα στα λευκορωσικά - знаходзiць, знаходзіць, шукаць
- εύρος στα λευκορωσικά - шырыня
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ашчадны, эканомны
Μεταφράσεις: ашчадны, эканомны