Εύπορος στα σλοβενικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bogat, varčen, varčna, varčni, varčno, varčuje
Εύπορος στα σλοβενικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εύπορος στα σλοβενικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα σλοβενικά - zmerno, zmerna, zmernega, zmernih, zmerni
  • εύπιστος στα σλοβενικά - lahkoveren, lahkoverni, Lakovjeran, lahkoverna
  • εύρημα στα σλοβενικά - najti, Ugotovijo, najdete, našli
  • εύρος στα σλοβενικά - amplituda, širina, širine, širino, śirina, širini
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: bogat, varčen, varčna, varčni, varčno, varčuje