Εύπορος στα λετονικά
Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bagāts, pieteka, taupīgs, zeļošs, enerģiskas par citām kazām, taupīgas, saimniecisks
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εύπορος
εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας λετονικά, εύπορος στα λετονικά
Μεταφράσεις
- εύκρατος στα λετονικά - mērens, mēreni, mērenā, mērenais
- εύπιστος στα λετονικά - gullible
- εύρημα στα λετονικά - uztvert, uziet, atrast, atklājums, atklāšana, atklāt, atrastu, ...
- εύρος στα λετονικά - platums, platuma, platumu, platumam, Width
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: bagāts, pieteka, taupīgs, zeļošs, enerģiskas par citām kazām, taupīgas, saimniecisks
Μεταφράσεις: bagāts, pieteka, taupīgs, zeļošs, enerģiskas par citām kazām, taupīgas, saimniecisks