Εύπορος στα λατινικά

Μετάφραση: εύπορος, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
opulentus, dives, copiosus
Εύπορος στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύπορος

εύπορος συνώνυμο, εύπορος λεξικό γλώσσας λατινικά, εύπορος στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • εύκρατος στα λατινικά - siccus
  • εύρημα στα λατινικά - reperio
Τυχαίες λέξεις
Εύπορος στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: opulentus, dives, copiosus