Κυρώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ратифицира, ратифи- цира
Κυρώνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κυρώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα βουλγαρικά - изпъкнал, изпъкнала, изпъкнали, изпъкналата, изпъкнало
  • κυρτώνω στα βουλγαρικά - изпъкналост, кривина, камери са ориентирани, страничен наклон на предните, наклон на предните
  • κυτταρικός στα βουλγαρικά - клетъчен, клетъчна, клетъчната, клетъчни, клетъчно
  • κυψέλη στα βουλγαρικά - рояк, улей, кошер, кошерен, кошера, кошери
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: ратифицира, ратифи- цира