Κυρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ратификуваните
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κυρώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα σλαβομακεδονικά - конвексни, конвексен, конвексна, конвексно, искривено
- κυρτώνω στα σλαβομακεδονικά - кривина
- κυτταρικός στα σλαβομακεδονικά - целуларни, клеточно, мобилните, мобилниот, мобилната
- κυψέλη στα σλαβομακεδονικά - кошница, кошницата, саќе, кошерен
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: ратификуваните
Μεταφράσεις: ратификуваните