Κυρώνω στα δανικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ratificerer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας δανικά, κυρώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα δανικά - bøjet, konveks, konvekse, konvekst
- κυρτώνω στα δανικά - bue, krumning, sving, kurve, camber, pilhøjde, af Camber, ...
- κυτταρικός στα δανικά - cellulære, cellulær, cellulært, trådløse, trådløst
- κυψέλη στα δανικά - hive, bistade, hiven, bikuben, syder
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ratificerer
Μεταφράσεις: ratificerer