Κυρώνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ratifikuoja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κυρώνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα λιθουανικά - išgaubtas, išgaubti, išgaubta, Iškilioji, išgaubtos
- κυρτώνω στα λιθουανικά - kreivė, linkis, lankstas, vingis, Strėlė, išlinkis, kreivumas, ...
- κυτταρικός στα λιθουανικά - ląstelinis, ląstelių, korinio, mobiliojo, korinio ryšio
- κυψέλη στα λιθουανικά - avilys, spiečius, leisti į avilį, bičių šeima, prinešti
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ratifikuoja
Μεταφράσεις: ratifikuoja