Κυρώνω στα ισλανδικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Fullgildi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κυρώνω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα ισλανδικά - boginn, kúpt, kúptar, ávöl, kúptur, kúptir
- κυρτώνω στα ισλανδικά - beygja, Camber, Bunguvik
- κυτταρικός στα ισλανδικά - frumu, Cellular, Farsímaloftnet, farsímakerfið
- κυψέλη στα ισλανδικά - Hive, býflugnabú
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Fullgildi
Μεταφράσεις: Fullgildi