Κυρώνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ratificeert, bekrachtigt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυρώνω
ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κυρώνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- κυρτός στα ολλανδικά - gebogen, handigheid, krom, slag, convex, convexe, bolle, ...
- κυρτώνω στα ολλανδικά - bocht, kromme, curve, welving, Camber, wielvlucht, van Camber, ...
- κυτταρικός στα ολλανδικά - cellulair, cellulaire, mobiele, de cellulaire, cellen
- κυψέλη στα ολλανδικά - bijenkorf, korf, hive, kast, bijenkastkever
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ratificeert, bekrachtigt
Μεταφράσεις: ratificeert, bekrachtigt