Κυρώνω στα σουηδικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ratificerar
Κυρώνω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας σουηδικά, κυρώνω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα σουηδικά - böjt, konvex, konvexa, konvext
  • κυρτώνω στα σουηδικά - båge, kurva, kröka, camber, välvning, bombering, bombe
  • κυτταρικός στα σουηδικά - cellulär, cellulära, cellulärt, cell, mobil
  • κυψέλη στα σουηδικά - bikupa, kupan, registreringsdatafilen, datafilen, sjuder
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: ratificerar