Κυρώνω στα φινλανδικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
leimata, todentaa, todistaa, ratifioi
Κυρώνω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, κυρώνω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα φινλανδικά - jippo, käyrä, kumara, juju, konsti, kaareva, taito, ...
  • κυρτώνω στα φινλανδικά - kaarre, käyrä, kiemura, kurvi, mutka, kaarevuus, käänne, ...
  • κυτταρικός στα φινλανδικά - solu-, solujen, solun, solu, cellular
  • κυψέλη στα φινλανδικά - mehiläisparvi, Hive, pesää, pesän, omaisuudenhoitoyhtiö
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: leimata, todentaa, todistaa, ratifioi