Οριστικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
окончателен, окончателно, окончателното, окончателния, окончателни
Οριστικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, οριστικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα βουλγαρικά - определение, прием, дефиниция, определяне, определението, дефиниране
  • οριστικά στα βουλγαρικά - определено, сигурност, със сигурност, категорично, определено е
  • ορκίζομαι στα βουλγαρικά - заклевам, кълна се, Кълна, се закълне, се кълнат
  • ορκισμένος στα βουλγαρικά - заклет, закле, заклел, заклех, положи клетва
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: окончателен, окончателно, окончателното, окончателния, окончателни