Οριστικός στα σουηδικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, οριστικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα σουηδικά - möte, träff, ämbete, definition, definitionen
- οριστικά στα σουηδικά - definitivt, absolut, definitivt att
- ορκίζομαι στα σουηδικά - svära, svär, lovar, svärja, svära på
- ορκισμένος στα σουηδικά - svurit, svors, sväras, svuren, edsvurna
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt
Μεταφράσεις: bestämd, slutgiltig, slutgiltiga, definitiv, definitiva, slutgiltigt