Οριστικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οριστικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα λιθουανικά - apibrėžimas, apibrėžtis, apibrėžimą, apibrėžimo, apibrėžtį
- οριστικά στα λιθουανικά - aiškiai, žinoma, tikrai, neabejotinai, galutinai
- ορκίζομαι στα λιθουανικά - prisiekti, prisiekiu, prisiekia, prisiek
- ορκισμένος στα λιθουανικά - prisiekęs, prisiekė, prisaikdintas, priesaika, prisiekiau
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai
Μεταφράσεις: galutinis, galutinį, galutinė, galutinai, galutiniai