Οριστικός στα φινλανδικά

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
määrätty, ehdoton, lopullinen, lopullisen, lopulliset, lopullista, lopullisten
Οριστικός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, οριστικός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα φινλανδικά - tapaaminen, määritelmä, nimitys, määritelmän, määritelmää, Ainostaan, määrittely
  • οριστικά στα φινλανδικά - ehdottomasti, varmasti, todellakaan, lopullisesti, selvästi
  • ορκίζομαι στα φινλανδικά - siunata, vala, vannoa, luottaa, vannoneet, pyhittää, kiroilla, ...
  • ορκισμένος στα φινλανδικά - vannoneet, vannottu, vannoutunut, vannonut, valaehtoinen, valan tehneen
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: määrätty, ehdoton, lopullinen, lopullisen, lopulliset, lopullista, lopullisten