Οριστικός στα τούρκικα

Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
malim, kesin, kesin bir, tanımlayıcı, kati, belirleyici
Οριστικός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οριστικός

οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας τούρκικα, οριστικός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ορισμός στα τούρκικα - randevu, tanım, tanımı, çözünürlüklü, tanımlı, tanımlama
  • οριστικά στα τούρκικα - kesinlikle, mutlaka, kesin, kesin olarak
  • ορκίζομαι στα τούρκικα - yemin etmek, yemin, yemin ederim, yemin ederim ki, yemin ediyorum
  • ορκισμένος στα τούρκικα - yeminli, yemin, and içti, yeminli bir, yemini
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: malim, kesin, kesin bir, tanımlayıcı, kati, belirleyici