Οριστικός στα σλοβενικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dokončna, dokončno, dokončni, dokončne, dokončen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας σλοβενικά, οριστικός στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα σλοβενικά - opredelitev, definicija, opredelitve, HD, opredelitvi
- οριστικά στα σλοβενικά - vsekakor, definitivno, zagotovo, gotovo, nedvomno
- ορκίζομαι στα σλοβενικά - prisežem, Prisegam, prisegajo, priseči
- ορκισμένος στα σλοβενικά - prisegel, prisegla, zaprisegel, zapriseženi, zaprisežene
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: dokončna, dokončno, dokončni, dokončne, dokončen
Μεταφράσεις: dokončna, dokončno, dokončni, dokončne, dokončen