Οριστικός στα δανικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας δανικά, οριστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα δανικά - aftale, definition, definitionen, fastlæggelsen, fastlæggelse
- οριστικά στα δανικά - absolut, helt sikkert, helt, definitivt, bestemt
- ορκίζομαι στα δανικά - sværge, sværger, svćrger, bande
- ορκισμένος στα δανικά - svoret, edsvoren, svor, tilsvoret
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt
Μεταφράσεις: bestemt, endelige, endelig, definitiv, endeligt, definitivt