Οριστικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, οριστικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα πορτογαλικά - definição, definitivamente, nomearão, compromisso, nomeação, definição de, definição do, ...
- οριστικά στα πορτογαλικά - definitivamente, definitivo, certamente, certeza, sem dúvida, dúvida
- ορκίζομαι στα πορτογαλικά - voto, suazilândia, jure, votar, jurar, juro, juram, ...
- ορκισμένος στα πορτογαλικά - jurado, jurar, jurou, empossado, juramentada
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente
Μεταφράσεις: definir, definitivo, definitiva, definitivos, definitivas, definitivamente