Οριστικός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: οριστικός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дефинитивен, дефинитивна, дефинитивни, дефинитивната, Дефинитивниот
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οριστικός
οριστικός αγγλικά, οριστικός τίτλος διαμονής, οριστικός τίτλος νόμιμης διαμονής, οριστικός στα αγγλικα, οριστικός συνώνυμο, οριστικός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, οριστικός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ορισμός στα σλαβομακεδονικά - дефиниција, дефиницијата, дефинирањето, дефинирање, definition
- οριστικά στα σλαβομακεδονικά - дефинитивно, дефинитивно се, сигурно, секако
- ορκίζομαι στα σλαβομακεδονικά - колнам, заколнам, се заколнам, заколне, се колнам
- ορκισμένος στα σλαβομακεδονικά - положи свечена заклетва, заклетва, заколна, заколнати, даде заклетва
Τυχαίες λέξεις
Οριστικός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: дефинитивен, дефинитивна, дефинитивни, дефинитивната, Дефинитивниот
Μεταφράσεις: дефинитивен, дефинитивна, дефинитивни, дефинитивната, Дефинитивниот